ἀπαράκλητος

ἀπαράκλητος
ἀπαράκλητος
unsummoned
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • απαράκλητος — ἀπαράκλητος, ον (AM) 1. απαρηγόρητος, αυτός τον οποίο κανείς δεν μπορεί να παρηγορήσει 2. (για τόπους) θλιβερός μσν. αμετάπειστος αρχ. 1. αυτός που έρχεται κάπου χωρίς να τον καλέσουν, εθελοντής 2. αδιαφιλονίκητος …   Dictionary of Greek

  • απαράκλητος — η, ο επίρρ. α απαρακάλεστος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπαρακλήτως — ἀπαράκλητος unsummoned adverbial ἀπαράκλητος unsummoned masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαράκλητον — ἀπαράκλητος unsummoned masc/fem acc sg ἀπαράκλητος unsummoned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαρακλήτοις — ἀπαράκλητος unsummoned masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαρακλήτου — ἀπαράκλητος unsummoned masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαρακλήτους — ἀπαράκλητος unsummoned masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαράκλητα — ἀπαράκλητος unsummoned neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαράκλητοι — ἀπαράκλητος unsummoned masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԱՆՄԽԻԹԱՐ — ( ) NBH 1 0204 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 10c, 12c, 13c ա. ἁπαράκλητος, ἁπαρηγόρατος inconsolabilis, insolabiis Անմասն ʼի մխիթարութենէ. չունօղ զմխիթարութիւն եւ զմխիթարիչ. տխուր. *Մնալոյ ʼի նոցանէ որբք եւ անմխիթարք. Փարպ.:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”